- καταληφθείσας
- καταληφθείσᾱς , καταλαμβάνωseizeaor part pass fem acc plκαταληφθείσᾱς , καταλαμβάνωseizeaor part pass fem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.